αγαλματοποιικός

αγαλματοποιικός
ἀγαλματοποιικός, -ή, -όν (Α) [ἀγαλματοποιός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγαλματοποιία και τον αγαλματοποιό
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀγαλματοποιική
η αγαλματοποιία*
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγαλματοποιικόν
αμοιβή αγαλματοποιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”